γαλατσίδα

γαλατσίδα
Φυτό της οικογένειας των ευφορβιιδών. Είναι είδος αφάνας, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ευφορβία η ακανθόθαμνη.
* * *
η
1. οποιοδήποτε αγριόχορτο με γαλακτώδη χυμό
2. ονομασία διαφόρων φυτών τού γένους τού Ευφορβίου, τιθύμαλλος, φλόμος
3. το φυτό περιπλοκάς η Ελληνική, περικοκλάδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλακτίδα, αιτ. τού αρχ.-μσν. γαλακτίς*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ευφόρβια — (euphorbia). Ονομασία φυτών τα οποία φτάνουν περίπου τα 1.000 είδη. Ευδοκιμούν στις εύκρατες και στις τροπικές περιοχές, και 43 από αυτά είναι αυτοφυή στην Ελλάδα σε θαμνότοπους, πετρώδεις περιοχές, αμμώδεις παραλίες και συχνά ως ενοχλητικά… …   Dictionary of Greek

  • συκιά — Δέντρο της οικογένειας των Μορεϊδών (δικοτυλήδονα). Επιστημονικά λέγεται φίκος ο καρικός. Όχι πολύ μεγάλο, φύεται σε άγρια κατάσταση στις ξηρές περιοχές της Ελλάδας, της Ασίας και της βόρειας Αφρικής. ‘Ως άγριο συναντιέται και στις μεσογειακές… …   Dictionary of Greek

  • Галаксиди — Город Галаксиди Γαλαξείδι Страна ГрецияГреция …   Википедия

  • αερίτις — ( ιδος) χρησιμοποιήθηκε παλαιότερα στη φράση «αερίτις ζώνη», που δήλωνε τη ζώνη τού αέρα πάνω από έδαφος ενός κράτους, η οποία βρισκόταν στα όρια βολής τηλεβόλου. Η ζώνη αυτή, που μπορούσε έτσι να ελέγχεται από ένα κράτος, αποτελούσε και χώρο… …   Dictionary of Greek

  • ατσίδα — η (και ουδ. ατσίδι, το) 1. νυφίτσα, κουνάβι 2. (και ατσίδας, ο) έξυπνος, εύστροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ικτίδα (αιτ. του ικτίς, ίδος) «κουνάβι» (για την τροπή του κτι σε τσι πρβλ. γαλακτίς γαλακτίδα γαλατσίδα] …   Dictionary of Greek

  • γαλακτίς — γαλακτίς, η (AM) [γάλα] το φυτό τιθύμαλλος, γαλατσίδα, φλόμος αρχ. «γαλακτὶς πέτρα» ο γαλακτίτης …   Dictionary of Greek

  • γαλατίτσα — η [γάλα] αγριόχορτο με γαλακτώδη χυμό, γαλατσίδα …   Dictionary of Greek

  • ευφορβία — (euphorbia). Ονομασία φυτών τα οποία φτάνουν περίπου τα 1.000 είδη. Ευδοκιμούν στις εύκρατες και στις τροπικές περιοχές, και 43 από αυτά είναι αυτοφυή στην Ελλάδα σε θαμνότοπους, πετρώδεις περιοχές, αμμώδεις παραλίες και συχνά ως ενοχλητικά… …   Dictionary of Greek

  • μήκων — ο, η (Α μήκων, ωνος, δωρ. τ. μάκων, ή) αρχαία και λόγια ονομασία ορισμένων ειδών τού γένους παπάβερ, το οποίο σήμερα είναι γνωστό με την κοινή ονομασία παπαρούνα και στο οποίο ανήκουν φαρμακευτικά και βιομηχανικά φυτά, με ναρκωτικές και άλλες… …   Dictionary of Greek

  • μηκώνιο — το (Α μηκώνιον) [μήκων] 1. ο χυμός τού φυτού μήκων η υπνοφόρος 2. καστανοπρασινωπή ύλη που αποτελεί τα πρώτα κόπρανα τού εμβρύου και τού νεογεννήτου, από χολή και εντερικά κύτταρα και εμφανίζεται στο έντερο τού ανθρώπινου εμβρύου από τον πέμπτο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”